- προεικόνιση
- η, Ν [προεικονίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προεικονίζω («εφοβείτο μη η πρόρρησις επαληθεύση... εις την παρούσαν περίστασιν, ήτις ήτο βεβαίως μία εκ τών προεικονίσεων τής Συντελείας», Παπαδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεικόνισμα — ίσματος, τὸ, Μ [προεικονίζω] προεικόνιση («προεικόνισμα τοῡ παναγίου πνεύματος», Ιωάνν. Μον.) … Dictionary of Greek
προχάραγμα — άγματος, τὸ, ΜΑ [προχαράσσω] 1. το προσχέδιο 2. η προεικόνιση («προχαράγματα τών ἀοράτων τὰ ὁρώμενα», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek